πτερυγοειδῆ

πτερυγοειδῆ
πτερυγοειδής
like a wing
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πτερυγοειδής
like a wing
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πτερυγοειδής
like a wing
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιόγναθος — η, ο ζωολ. 1. όρος που αναφέρεται στην οργάνωση τού οστέινου ουρανίσκου τών πτηνών, όταν η ύνις, τα υπερώια και τα πτερυγοειδή οστά είναι συγκολλημένα μεταξύ τους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παλαιόγναθα πτηνά που έχουν τέτοιο ουρανίσκο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πτερυγοειδής — ες, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.) νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό τής βάσης τού κρανίου (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”